σκοπελοειδής

σκοπελοειδής
-ές, Α
1. αυτός που είναι γεμάτος σκοπέλους
2. εκείνος που μοιάζει με σκόπελο, βραχώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόπελος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκοπελοειδῆ — σκοπελοειδής rocky neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκοπελοειδής rocky masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκοπελοειδής rocky masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • σκοπελώδης — ῶδες, Α [σκόπελος] σκοπελοειδής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”